Η Ελβετία φορολογεί το σύνολο του πλούτου
Καθώς ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας οδηγεί στα ύψη το δημόσιο χρέος πλούσιων και φτωχών χωρών, επανέρχεται εντονότερος και θερμότερος ο δημόσιος διάλογος για την αναγκαιότητα ενός φόρου στον πλούτο που θα διευκόλυνε την αποπληρωμή του χρέους και την αντιμετώπιση της ανισότητας. Αντίστοιχος φόρος υπήρχε στο παρελθόν σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο, αλλά οι περισσότερες τον έχουν ανακαλέσει. Ετσι σήμερα μόνον τέσσερις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ επιβάλλουν φόρο στον πλούτο και στην ακίνητη περιουσία, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός το 1990 ανερχόταν σε 12. Σύμφωνα με στοιχεία του διεθνούς Οργανισμού, η Ελβετία, μία από τις λίγες αυτές χώρες που επιβάλλουν φόρο στον πλούτο και στην ακίνητη περιουσία, αποτελεί την επιτυχέστερη περίπτωση, καθώς σε σύγκριση με κάθε άλλη βιομηχανική και ανεπτυγμένη οικονομία αντλεί από αυτόν τον φόρο το μεγαλύτερο μερίδιο του συνόλου των φορολογικών εσόδων.
Η πολιτική του φόρου στον πλούτο επικρίνεται πάντως, με συνηθέστερη μομφή πως ο επίμαχος φόρος αποτελεί πρόσθετη επιβάρυνση για τους πολίτες όταν αυτοί έχουν ήδη καταβάλει τον φόρο εισοδήματος. Οπως τονίζει ο Κρίστιαν Φρέι, αντιπρόεδρος της ένωσης ελβετικών επιχειρήσεων economiesuisse, πλήττει δυσανάλογα ορισμένους ιδιοκτήτες εταιρειών που αναγκάζονται να αντλήσουν από τα κεφάλαια της εταιρείας τους για να πληρώσουν τους φόρους.
Συχνά οι επικριτές της πολιτικής αυτής επισημαίνουν πως οι πλούσιοι μπορούν να διαφύγουν την επιβάρυνση, μεταφέροντας τα περιουσιακά τους στοιχεία σε φορολογικούς παραδείσους. Ενδεικτική περίπτωση που δικαιώνει αυτήν την κριτική ο Ελον Μασκ, ιδρυτής της βιομηχανίας ηλεκτροκίνητων οχημάτων Tesla, που ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει την Καλιφόρνια, καθώς είναι η αμερικανική πολιτεία με τον υψηλότερο συντελεστή φόρου εισοδήματος.
Η Ελβετία, πάντως, μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Υποχρεώνει τους κατοίκους της να υπολογίσουν την αξία των επενδύσεών τους, των ακινήτων τους, των οχημάτων τους, των έργων τέχνης που έχουν στην κατοχή τους. Στο άθροισμα των αξιών προστίθεται ακόμη και η αξία των bitcoin που έχουν στην κατοχή τους καθώς η αδιαφανής επένδυση διεισδύει πλέον στα χαρτοφυλάκιο όλων και περισσότερων επενδυτών. Προστίθενται ακόμη και οι αξίες των εκτρεφόμενων ζώων που μπορεί να έχει ένας επιχειρηματίες όπως, για παράδειγμα, είναι οι αγελάδες που αποτελούν περιουσιακό στοιχείο. Στη συνέχεια επιβάλλεται ο σχετικός φόρος επί του αθροίσματος που επιμερίζεται στα διάφορα καντόνια της χώρας.
Το σκεπτικό της Ελβετίας βασίζεται στη συνταγματική αρχή ότι κάθε πολίτης δικαιούται να πληρώνει αναλόγως με τις δυνατότητές του. Οι φόροι κληρονομιάς είναι χαμηλοί στη χώρα, ενώ δεν επιβάλλονται φόροι στις αποδόσεις κεφαλαίου ούτε σε κινητές αξίες όπως οι μετοχές. Η ελβετική νομοθεσία επί του θέματος προβλέπει, πάντως, ασφαλιστικές δικλίδες. Υπάρχει πρόνοια, για παράδειγμα, που διασφαλίζει ότι άνθρωποι με μεγάλη ακίνητη περιουσία αλλά χαμηλά εισοδήματα θα φορολογούνται σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Οπως επισημαίνουν, πάντως, οικονομικοί αναλυτές, αυτές οι ασφαλιστικές δικλίδες δεν έχουν επιτύχει την άψογη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Πρόσφατη σχετική μελέτη του Μάριους Μπλούραντ, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης, διαπίστωσε πως όταν η Λουκέρνη μείωσε τον συντελεστή της φορολογίας πλούτου, αυτομάτως πολλοί από τους κατοίκους της ελβετικής πρωτεύουσας δήλωσαν περισσότερα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία. Η εξέλιξη κατέστησε, έτσι, ορατό το πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Δεν λείπουν, άλλωστε, οι προστριβές επί του θέματος. Τον Ιανουάριο, για παράδειγμα, μια περιοχή κοντά στη Ζυρίχη επιχείρησε να μειώσει τους σχετικούς φόρους. Πρόκειται για την Zug που φημίζεται για τη χαμηλή της φορολογία, ιδιαιτέρως για τους χαμηλούς φόρους που επιβάλλει σε hedge funds αλλά και στον κολοσσό των εμπορευμάτων και των πρώτων υλών, την Glencore. Η κίνηση προσέκρουσε στην αντίρρηση των βουλευτών της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Ελβετία εξακολουθεί να φορολογεί τον πλούτο και όπως τονίζει ο Ντέιβιντ Βίγκερσμα, συνεργάτης της Deloitte SA στη Λωζάννη, «η πολιτική αυτή μειώνει κάπως τις εντάσεις στον πολιτικό διάλογο για την κατανομή των φορολογικών βαρών ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες».
Πηγή: kathimerini.gr