Σκληρή μάχη για δάνεια 7 δισ. με κρατική εγγύηση
Το φετινό καλοκαίρι έχει δύο θερμά μέτωπα που πήραν φωτιά ξαφνικά εξαιτίας της πανδημίας. Το ένα είναι το προφανές, ο τουρισμός, που, από κινητήριος δύναμη της οικονομίας τα προηγούμενα χρόνια, έγινε φέτος μια μαύρη τρύπα στο ΑΕΠ. Το άλλο, λιγότερο προφανές, αλλά ακόμη πιο θερμό, είναι η μάχη για τη ρευστότητα.
Στην πρώτη γραμμή αυτού του μετώπου, επιχειρήσεις που πιέζουν για να πάρουν ό,τι νομίζουν πως δικαιούνται από τις κρατικές εγγυήσεις, η κυβέρνηση, που ελαστικοποιεί τα κριτήρια επιλεξιμότητας για να ικανοποιήσει όσο μπορεί περισσότερους, και οι τράπεζες, που ανησυχούν ότι μπορεί στο τέλος να πληρώσουν τον λογαριασμό.
Με δεδομένο ότι η κρίση δεν έχει προηγούμενο, τα αιτήματα για ρευστότητα έχουν «χτυπήσει κόκκινο», καθώς 80.000 επιχειρήσεις έχουν αιτηθεί δάνεια με κρατική εγγύηση ύψους 20 δισ. ευρώ, όταν το διαθέσιμο ποσό είναι της τάξης των 7 δισ. ευρώ. Χαρακτηριστική είναι η φράση κορυφαίου τραπεζίτη με μακρά εμπειρία, που κάνει λόγο «για πρωτοφανή κατάσταση, παρόμοια της οποίας δεν έχει ζήσει στο παρελθόν». Καθώς η πίεση από τις επιχειρήσεις κορυφώνεται, οι όροι και οι προϋποθέσεις για την παροχή ρευστότητας με την εγγύηση του Δημοσίου χαλαρώνουν όσο περνούν οι ημέρες.
Στο επίκεντρο βρίσκονται οι προβληματικές επιχειρήσεις για τις οποίες η κυβέρνηση συμπαρατάχθηκε με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, υποβάλλοντας αίτημα για ευελιξία στη χρηματοδότηση μέσω κρατικών ενισχύσεων για αυτές που απασχολούν έως 50 άτομα προσωπικό. Το αίτημα αφορούσε τη χρηματοδότησή τους από το Ταμείο Εγγυοδοσίας, που αποτελεί αυτή τη στιγμή τη ναυαρχίδα του κυβερνητικού προγράμματος για τη χορήγηση ρευστότητας.
Υπό το βάρος ωστόσο των αυξημένων αιτημάτων, η κυβέρνηση προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, ζητώντας την κάλυψη και των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, επιτυγχάνοντας τελικώς τη δυνατότητα ένταξης στα παρεχόμενα εργαλεία ρευστότητας όλων των προβληματικών επιχειρήσεων την 31η Δεκεμβρίου 2019, εφόσον προβούν σε «διορθωτικές ενέργειες» πριν από την υποβολή αιτήματος προς ενίσχυση. Αν και δεν έχει αποσαφηνιστεί ποιες είναι οι διορθωτικές ενέργειες, μεταξύ αυτών αρμόδια στελέχη αναφέρουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου μιας επιχείρησης, έτσι ώστε να αποκατασταθεί το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων από αρνητικό σε θετικό.
Πηγές από τις τράπεζες εξηγούν ωστόσο ότι η προθυμία των υφιστάμενων μετόχων να αιμοδοτήσουν τις επιχειρήσεις τους με φρέσκο χρήμα και φόντο τη νέα κρίση μοιάζει μάλλον ευσεβής πόθος. Ετσι επιχειρούν να χαμηλώσουν τον πήχυ, και μεταξύ των διαρθρωτικών ενεργειών εξηγούν ότι είναι κυρίως η ρύθμιση του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση. Η μακροπρόθεσμη ρύθμιση των χρεών, πάντα με την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση τηρείται από την πλευρά του μετόχου, διασφαλίζει, σύμφωνα με τις τράπεζες, τη βιωσιμότητα της επιχείρησης και συνιστά στοιχείο πιστοληπτικής ικανότητας, ακόμα και αν αυτό δεν έχει αποτυπωθεί στα στοιχεία της τελευταίας οικονομικής χρήσης του 2019. Οπως εξηγούν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, τα σχέδια αναδιάρθρωσης οφειλών αξιολογούνται από τις αρμόδιες επενδυτικές επιτροπές και εγκρίνονται εφόσον οδηγούν στην εξυγίανση της επιχείρησης και άρα οι επιχειρήσεις αυτές κρίνονται αξιόχρεες και μπορούν να έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση μέσω των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Οι τράπεζες με τον τρόπο αυτό πασχίζουν αφενός να διαφυλάξουν τους ισολογισμούς τους από τη νέα γενιά των κόκκινων δανείων που προεξοφλείται ότι θα δημιουργηθεί και αφετέρου να συντηρήσουν στη ζωή τις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε φάση εξυγίανσης. Πρόκειται για επιχειρήσεις που, λόγω της προβληματικής σχέσης ιδίων και ξένων κεφαλαίων, έχουν συμφωνήσει με τις τράπεζες σχέδια αναδιάρθρωσης, τα οποία κινδυνεύουν να «τιναχτούν στον αέρα» λόγω της ύφεσης στην οικονομία. Στις περισσότερες αυτών των περιπτώσεων το ξέσπασμα της νέας οικονομικής κρίσης τις βρήκε στη «στροφή», απειλώντας να αποτελέσει για αυτές τη χαριστική βολή που θα τις οδηγήσει σε ακαριαίο θάνατο, ενώ οι τράπεζες, που έχουν συμφωνήσει σε «κούρεμα» οφειλών και αναχρηματοδότηση του υφιστάμενου δανεισμού τους, κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματά τους.
Η βασιμότητα αυτού του προβληματισμού δεν ακυρώνει την επιχειρηματολογία του υγιούς τμήματος της οικονομίας, που εξασφάλισε την επιβίωσή του εν μέσω δύσκολων συνθηκών την προηγούμενη δεκαετία και καλείται τώρα να σηκώσει το βάρος μιας νέας κρίσης με ίσους όρους με τις προβληματικές. Πρόκειται για επιχειρήσεις που άντεξαν στην προηγούμενη κρίση, δεν «φέσωσαν» τις τράπεζες, δεν διασπάθισαν δημόσιο χρήμα και τώρα αναγκάζονται να στριμώχνονται μαζί με όσες αξιοποίησαν στο έπακρο αυτά τα εργαλεία, για μια θέση στην πολύτιμη ρευστότητα.
«Γενναιόδωροι» και για την προστασία πρώτης κατοικίας