Η μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων 90 ετών

Αντιμέτωπες με μια ύφεση βαθύτερη και ενδεχομένως πολύ πιο μακροχρόνια από εκείνη που προκάλεσε προ δεκαετίας η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι οικονομίες ανά τον κόσμο επιχειρούν μια προσεκτική επανεκκίνηση, μην μπορώντας να διακινδυνεύσουν περαιτέρω απώλειες. Τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις επαναλειτουργούν με πρόσθετα μέτρα υγιεινής, κάποιοι αθλητικοί αγώνες διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών, τα παιδιά επιστρέφουν στο σχολείο και, το σημαντικότερο, τα σύνορα ανοίγουν και οι περισσότερες χώρες καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να φέρουν πίσω τους τουρίστες και τις δαπάνες τους, που τόσο έλειψαν από τα κρατικά ταμεία των δημοφιλών τουριστικών προορισμών.

Οι προβλέψεις παραμένουν, πάντως, δυσοίωνες από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, που μιλούν για τη χειρότερη ύφεση που θα γνωρίσει η παγκόσμια οικονομία μετά τη Μεγάλη Υφεση του 1930, τη χειρότερη των τελευταίων 90 χρόνων, όπως τόνισε το ΔΝΤ. Είναι ενδεικτικό πως η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 5% φέτος.

Οσον αφορά την Ευρωζώνη, η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ προεξοφλεί πλέον συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης από 8% έως 12% για φέτος. Και όχι μόνον: Η κ. Λαγκάρντ παραδέχθηκε ότι το ήπιο σενάριο της ΕΚΤ έχει ήδη διαψευσθεί, όπως άλλωστε προδίδουν τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα.

Το ΑΕΠ της Ευρωζώνης έχει ήδη συρρικνωθεί κατά 3,8% το πρώτο τρίμηνο, διαρκούσης δηλαδή της πανδημίας, ενώ τα ποσοστά συρρίκνωσης των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών οικονομιών αιφνιδιάζουν.

Εν μέσω των ταραχών των τελευταίων ημερών και των ενδεχόμενων επιπτώσεών τους στο λιανικό εμπόριο, η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, που εξακολουθεί να πλήττεται από την πανδημία, επιχειρεί την επανεκκίνησή της με τους χειρότερους οιωνούς. Οι ταραχές που έχουν εκδηλωθεί τις τελευταίες ημέρες είναι πιθανό να επιβαρύνουν περαιτέρω το λιανικό εμπόριο και τις μικρές επιχειρήσεις. Μέσα στην εβδομάδα, η επιτροπή προϋπολογισμού του αμερικανικού Κογκρέσου προχώρησε στη δυσοίωνη πρόβλεψη πως η πανδημία θα «στοιχειώσει» την αμερικανική οικονομία για περισσότερο από μία δεκαετία. Η εν λόγω επιτροπή προβλέπει πως η πανδημία θα μειώσει το ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 3% έως το 2030, αφαιρώντας από την ανάπτυξή της 7,9 τρισ. δολάρια. Τώρα οι αμερικανικές επιχειρήσεις επαναλειτουργούν και στις 50 πολιτείες της υπερδύναμης, χωρίς όμως να αναπληρώνουν τις δυσθεώρητες απώλειες. Αγγίζουν τα 40 εκατ. οι άνεργοι και η ανεργία στην υπερδύναμη βρίσκεται σε επίπεδα ανάλογα της Μεγάλης Υφεσης μετά το κραχ του 1929. Και οι αμερικανικές επιχειρήσεις προχωρούν τώρα διστακτικά σε πολύ περιορισμένες προσλήψεις, πολύ λιγότερες από όσες χρειάζονται για να καλυφθεί το κενό. Ενώ, με τα κρούσματα του κορωνοϊού να ανέρχονται ακόμη γύρω στις 100.000 ανά εβδομάδα, οι καταναλωτές ορισμένων περιοχών διστάζουν να επιστρέψουν στα καταστήματα για τις αγορές τους. Το ίδιο ισχύει και για τα εστιατόρια, που άνοιξαν μεν, αλλά εμφανίζουν κρατήσεις μειωμένες κατά 82% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους.

Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές οικονομίες επιχειρούν μια επανεκκίνηση και ορισμένες έχουν ήδη χαλαρώσει τους ελέγχους στα σύνορα με συγκεκριμένες γειτονικές τους χώρες. Επειτα από ευρωπαϊκή σύσταση, όμως, και καθώς αρχίζει η θερινή τουριστική περίοδος, οι περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες αίρουν την απαγόρευση των ταξιδιών από τις 15 Ιουνίου και ετοιμάζονται να υποδεχθούν τουρίστες.

Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία επιχειρούν να περιορίσουν τις απώλειες 

Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, η Γερμανία, άρχισε από τον Απρίλιο  να επιτρέπει τη λειτουργία των μικρών καταστημάτων με έκταση μικρότερη των 800 τ.μ. καθώς και των αντιπροσωπειών αυτοκινήτων και των βιβλιοπωλείων. Στις αρχές Μαΐου, η κυβέρνηση Μέρκελ ανέθεσε στις κατά τόπους αρχές των λεγόμενων γερμανικών κρατιδίων να αποφασίζουν για τον ρυθμό χαλάρωσης των μέτρων. Προειδοποίησε, βέβαια, ότι αυτή θα «παγώσει» αυτομάτως αν διαπιστωθεί μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων. Από τα μέσα Μαΐου, άλλωστε, έχει χαλαρώσει τους ελέγχους στα σύνορα με την Αυστρία, τη Γαλλία και την Ελβετία, ενώ πρόκειται, όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να τα ανοίξει πλήρως στις 15 Ιουνίου.

Ολα δείχνουν πάντως πως θα είναι αρκετά βαρύ το τίμημα που θα πληρώσει η γερμανική οικονομία για να ανακόψει την πανδημία. Στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου συρρικνώθηκε κατά 2,2% και οι εκτιμήσεις για το σύνολο του έτους μιλούν για μείωση του γερμανικού ΑΕΠ κατά 6,5%. Μόνον τον Απρίλιο απολύθηκαν πάνω από 370.000 εργαζόμενοι. Και βέβαια, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία βρισκόταν ήδη σε ύφεση από το τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους. Το Βερολίνο είχε ήδη επιστρατεύσει περίπου 1,2 τρισ. ευρώ για τη στήριξη των γερμανικών επιχειρήσεων και την Τετάρτη το βράδυ, ο κυβερνητικός συνασπισμός συμφώνησε δέσμη μέτρων ύψους 130 δισ. ευρώ.

Η Γαλλία χαλαρώνει σταδιακά από τις 11 Μαΐου τους αυστηρούς περιορισμούς που επέβαλε στις 17 Μαρτίου και προχώρησε σε περαιτέρω χαλάρωση στις 2 Ιουνίου. Στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας έχει επιτραπεί η επαναλειτουργία εστιατορίων και μπαρ, ενώ έχουν ανοίξει τα πάρκα και οι παραλίες που, ωστόσο, λειτουργούν υπό αυστηρή επιτήρηση και κανόνες υγιεινής. Στις 22 Ιουνίου αναμένεται να ανοίξουν οι κινηματογράφοι. Η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης έχει ήδη συρρικνωθεί κατά 5,8% μέσα στο πρώτο τρίμηνο, αλλά οι προβλέψεις για το σύνολο του έτους είναι από τις πλέον δυσοίωνες στην Ευρωζώνη καθώς μιλούν για ύφεση 11%. Το παραδέχθηκε εντός της εβδομάδας ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ ότι η ύφεση θα είναι τελικά πολύ βαθύτερη, καθώς η αρχική εκτίμηση της κυβέρνησης Μακρόν μιλούσε για ύφεση 8%.

Η ευρωπαϊκή χώρα που υπέστη το χειρότερο πλήγμα από την πανδημία, η Ιταλία, άρχισε από τις αρχές Μαΐου να χαλαρώνει τους περιορισμούς που είχε επιβάλει στις 7 Μαρτίου. Υπό την πίεση της βαθύτατης ύφεσης στην οποία έχει ήδη βυθιστεί, μέσα στην εβδομάδα, στις 3 Ιουνίου συγκεκριμένα, άνοιξε μονομερώς τα σύνορά της και ανακάλεσε την απαγόρευση στα ταξίδια. Ισχύουν, όμως, ακόμη κάποιοι περιορισμοί στο επίκεντρο της πανδημίας, την άλλοτε ευημερούσα βιομηχανική Λομβαρδία. Η ιταλική οικονομία έχει ήδη συρρικνωθεί κατά 4,7% στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου και οι εκτιμήσεις για το σύνολο του έτους ποικίλλουν. Μέχρι στιγμής η Ρώμη προβλέπει ύφεση 8%, αλλά ο οίκος Fitch πιθανολογεί πως το ιταλικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί φέτος κατά 13,7%.

Σε αναπτυξιακή τροχιά θα παραμείνει και φέτος η κινεζική οικονομία 

Φαινόμενο αντοχής στις έκτακτες συνθήκες αποδεικνύεται πως είναι η χώρα από την οποία ξεκίνησε η λαίλαπα της πανδημίας και γνώρισε πρώτη τον οικονομικό της αντίκτυπο. Η Κίνα, που κατέφυγε στα σκληρότερα κατασταλτικά μέτρα για να ανακόψει τη μετάδοση της πανδημίας, θα σημειώσει ανάπτυξη φέτος, όταν όλες οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη θα συρρικνώνονται.

Αναμένεται, βέβαια, πως η ανάπτυξη της δεύτερης οικονομίας στον πλανήτη θα ωχριά μπροστά στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς με τους οποίους αυξανόταν το ΑΕΠ της επί χρόνια. Και ούτε λόγος για τον ρυθμό του 6% που σχεδίαζε να θέσει αρχικά το Πεκίνο για το 2020. Οικονομολόγοι προειδοποιούν, άλλωστε, ότι μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά η νέα ένταση στις ήδη τεταμένες σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Οπως τόνισε προ ημερών ο Τομ Ράφερτ, επικεφαλής της μονάδας Intelligence του Economist, ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε κατά της Κίνας ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εξελιχθεί σε τεχνολογικό πόλεμο και τώρα τείνει να εξελιχθεί σε χρηματοπιστωτικό πόλεμο.

Εν μέσω μιας τόσο αρνητικής συγκυρίας, η κινεζική ηγεσία αποφάσισε προ ημερών να μην θέσει τελικά κανέναν στόχο για την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας. Ο εκρηκτικός συνδυασμός της πανδημίας με την όξυνση στις σχέσεις ανάμεσα στο Πεκίνο και στην Ουάσιγκτον έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά του στην κινεζική οικονομία: είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν αισθητά οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα. Και την ίδια στιγμή, βέβαια, σε Ευρώπη και Αμερική επικρατεί συναγερμός κατά των κινεζικών επενδύσεων. Οι αρχές στις δύο πλευρές του Ατλαντικού επιστρατεύουν νέα εργαλεία για να εμποδίζουν εφεξής την εξαγορά επιχειρήσεων της Δύσης από κινεζικές επιχειρήσεις γενναία επιδοτούμενες από το κινεζικό κράτος.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να παρουσιάσει στις 17 Ιουνίου τις προτάσεις της για το πώς μπορούν να αποτραπούν εφεξής οι εξαγορές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από κινεζικές και να ζητήσει διεύρυνση των εξουσιών της προκειμένου να αναλάβει να τις προστατεύσει. Ανάλογες κινήσεις γίνονται και στη Βρετανία.

Τίποτε από όλα αυτά δεν φαίνεται, πάντως, να είναι σε θέση να γονατίσει τον ασιατικό οικονομικό γίγαντα ή να του προκαλέσει ύφεση, όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Οικονομολόγοι του ΔΝΤ εκτιμούν πως το κινεζικό ΑΕΠ θα αυξηθεί ελαφρώς πάνω από 1% στο σύνολο του έτους, όταν η παγκόσμια οικονομία θα συρρικνώνεται ίσως κατά 3% και η αμερικανική κατά 6%. Αλλοι οικονομολόγοι είναι ακόμη πιο αισιόδοξοι όσον αφορά την κινεζική οικονομία και δεν αποκλείουν την πιθανότητα το κινεζικό ΑΕΠ να αυξηθεί φέτος έως και κατά 3%.

Η δυναμική της κινεζικής οικονομίας και η τεράστια αγορά της διατηρούν, άλλωστε, ζωντανό το ενδιαφέρον των ξένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Κίνα και θέλουν να παραμείνουν ενεργές στην κινεζική αγορά. Αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα έχουν ήδη επενδύσει συμφέροντά τους και δεν προτίθενται να την εγκαταλείψουν εύκολα. Εκτιμάται πως οι πωλήσεις αμερικανικών επιχειρήσεων στην Κίνα υπερβαίνουν τα 450 δισ. δολάρια, όταν οι πωλήσεις των κινεζικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ δεν υπερβαίνουν τα 50 δισ. δολάρια.

Επανεκκίνηση

Από τον Μάρτιο, όταν η πανδημία βρισκόταν στην κορύφωσή της και η ανεργία στις ΗΠΑ εκτινασσόταν στα ύψη, ο Ντ. Τραμπ είχε δηλώσει πρόθυμος να επανεκκινήσει την αμερικανική οικονομία εντός εβδομάδων και όχι μηνών. Είχε εκφράσει την εκτίμηση ότι «η ύφεση θα είναι πιο θανατηφόρος από τον κορωνοϊό».

Ανήκουστη κρίση 

Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κρ. Λαγκάρντ ανακοίνωσε προ ημερών ότι έχει ήδη αποκλεισθεί το ήπιο σενάριο της τράπεζας για την ύφεση στην Ευρωζώνη και τείνει να υλοποιηθεί το χειρότερο. Παράλληλα, τόνισε πως η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει «μια εκτεταμένη οικονομική κρίση, μια κρίση που κυριολεκτικά είναι ανήκουστη σε καιρό ειρήνης».

Χωρίς πρόβλεψη

Οταν ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ ανακοίνωσε πως, για πρώτη φορά από το 1990, το Πεκίνο δεν θέτει συγκεκριμένο στόχο για την ανάπτυξη, τόνισε: «Είναι δύσκολο να προβλεφθεί πώς θα εξελιχθούν οι καταστάσεις που αντιμετωπίζει η Κίνα, καθώς περιβάλλει μεγάλη αβεβαιότητα τον κορωνοϊό αλλά και το παγκόσμιο οικονομικό και εμπορικό περιβάλλον».

Πηγή: kathimerini.gr