Η αγορά εργασίας μοχλός πίεσης για λήψη μέτρων από το Βερολίνο
Η ανεργία στη Γερμανία θα πρέπει να αυξηθεί σημαντικά, ώστε να υπάρχουν ελπίδες να πραγματοποιηθεί η επιθυμία της ΕΚΤ, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης να ακολουθήσει πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Τόσο ο κ. Ντράγκι όσο και η διάδοχός του κ. Λαγκάρντ έχουν δηλώσει αρκετές φορές πως η Γερμανία θα πρέπει να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις, ώστε να ενισχύσει την οικονομία της και παράλληλα να συμβάλει στην άνοδο του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να εγκαταλείψει μια ώρα αρχύτερα την πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική που ασκεί από το 2015, κάτι για το οποίο πιέζει άλλωστε το Βερολίνο.
Ωστόσο η γερμανική κυβέρνηση επιμένει ότι δεν υπάρχει λόγος να χαλαρώσει τη δημοσιονομική πολιτική της, ιδιαίτερα αφότου η γερμανική οικονομία διέψευσε τις προβλέψεις και δεν διολίσθησε σε τεχνική ύφεση το τρίτο τρίμηνο, αναπτυσσόμενη με ρυθμό 0,1%. Την Πέμπτη, ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας είχε δηλώσει ότι η οικονομία δεν βρίσκεται σε κρίση και συνεπώς δεν δικαιολογείται χαλάρωση της δημοσιονομικής της πολιτικής. Μάταια, φαίνεται, επαναλάμβανε την ίδια ημέρα ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης Φρανσουά Βιλρουά ντε Γκαλό την έκκληση για «αποτελεσματικά μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας την κατάλληλη στιγμή» από την πλευρά του Βερολίνου.
Η γερμανική οικονομία προβλέπεται ότι θα επιβραδυνθεί το 2019 στο 0,5%, από ρυθμό 1,5% που είχε επιτύχει το 2018. Ωστόσο, «οι Γερμανοί δεν υποστήριξαν τους προηγούμενους μήνες σημαντικά μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας, όπως θα γινόταν στις ΗΠΑ και στη Βρετανία αν βρίσκονταν σε ανάλογη κατάσταση, εξηγεί στο Bloomberg ο Φλόριαν Χένσε, οικονομολόγος της Berenberg Bank. «Υπάρχει λιγότερη πίεση από τους Γερμανούς ψηφοφόρους προς τους πολιτικούς για ενίσχυση των μέτρων στήριξης της οικονομίας». Πράγματι, η ανεργία στη Γερμανία βρίσκεται μόλις στο 5%, δηλαδή πολύ κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Ωστόσο η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στον τομέα της μεταποίησης που καταγράφεται από την αρχή του έτους, είναι η σημαντικότερη από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και έχει αρνητική επίδραση στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg, από την αρχή του έτους έχουν ανακοινωθεί περισσότερες από 80.000 απολύσεις στον κλάδο της μεταποίησης, με πιο πρόσφατη περίπτωση αυτή της Mercedes-Benz, που ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι θα μειώσει κατά 10% τις διοικητικές θέσεις εργασίας.
Παράλληλα, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός εταιρειών που έχουν καταθέσει αίτηση για κρατική επιδότηση, που θα τους επιτρέψει να μειώσουν σε μέρος του προσωπικού τους τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας, με το κράτος να αναπληρώνει το χαμένο εισόδημα. Η γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Απασχόλησης προειδοποιεί μάλιστα ότι τους επόμενους μήνες «θα αυξηθεί σημαντικά» ο αριθμός των εργαζομένων που θα αναγκαστούν να εργάζονται λιγότερες ώρες την εβδομάδα, καθώς οι βιομηχανίες βρίσκονται αντιμέτωπες με μειωμένη ζήτηση και παραγγελίες.
«Θα έπρεπε να υπάρξει μεγάλη επιδείνωση στην αγορά εργασίας ώστε να αλλάξει το πολιτικό κλίμα υπέρ της λήψης μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας», εξηγεί ο κ. Τζέιμι Ρας, επικεφαλής οικονομολόγος της Bloomberg Intelligence για την Ευρώπη. «Η αγορά εργασίας θα παραμείνει σταθερή.
Το θεμελιώδες πρόβλημά μας είναι ότι έχουμε έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού εξαιτίας του δημογραφικού», λέει στο Bloomberg ο κ. Γιοργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank.
«Οχι» σε νέο χρέος
Η πιο τρανή απόδειξη πως το Βερολίνο δεν προτίθεται να λάβει σημαντικά μέτρα υποστήριξης της οικονομίας είναι ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός που καταθέτει για το 2020. Χθες, έπειτα από ολονύχτιες συζητήσεις, η επιτροπή προϋπολογισμού του γερμανικού Κοινοβουλίου ενέκρινε το προσχέδιο του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού ύψους 362 δισ. ευρώ για το 2020. Το ποσό είναι αυξημένο κατά 1,1% σε σύγκριση με το 2019 και υψηλότερο κατά 1,7 δισ. ευρώ από αυτό που είχε προτείνει ο Ολαφ Σολτς, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας. Ωστόσο, για τη γερμανική κυβέρνηση το σημαντικότερο στοιχείο φαίνεται πως είναι ότι ο προϋπολογισμός του 2020 θα είναι ισοσκελισμένος. «Εξακολουθεί να ισχύει: όχι νέο χρέος», δήλωσε χθες ο Εκχαρτ Ρέμπεργκ, ειδικός επί θεμάτων προϋπολογισμού. «Η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα χρηματοδότησης. Διαθέτουμε τα απαραίτητα έσοδα για να χρηματοδοτήσουμε τις σωστές προτεραιότητες: αντιμετώπιση κλιματικής αλλαγής, εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια, παιδεία και έρευνα και κοινωνική ασφάλεια», πρόσθεσε. Περίπου 7 δισ. θα διατεθούν από τον γερμανικό προϋπολογισμό για τη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων μέσω επιδοτήσεων που θα διατεθούν για τη μόνωση οικιών, την αντικατάσταση παλαιών συστημάτων θέρμανσης αλλά και για τον διπλασιασμό της κρατικής επιδότησης για την αγορά ηλεκτρικού αυτοκινήτου. Σε κάθε περίπτωση, το Βερολίνο επιμένει σθεναρά ότι δεν πρόκειται να αυξήσει τον κρατικό δανεισμό ώστε να ενισχύσει για παράδειγμα τις επενδύσεις για υποδομές, παρά το γεγονός ότι μπορεί να δανείζεται από τις αγορές με επιτόκιο -0,34% για δέκα χρόνια. Η ολομέλεια της γερμανικής Βουλής αναμένεται να εγκρίνει τον προϋπολογισμό στα τέλη Νοεμβρίου.
Πηγή: kathimerini.gr