Επιμένει «παραδοσιακά» η ΤUI και στοχεύει σε Κίνα και Ινδία
Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία αλλάζει εκ βάθρων τα πάντα, δεν θα μπορούσε να μείνει απρόσβλητος ο τουρισμός. Kι ενώ μέχρι πρότινος και για πάμπολλα χρόνια εταιρείες όπως οι ΤUΙ, Τhomas Cook και Κuoni αναπτύσσονταν τάχιστα, παρέχοντας πακέτα διακοπών σε Βορειοευρωπαίους που ήθελαν να καούν από τον ήλιο της Μεσογείου, σήμερα το τοπίο αλλάζει άρδην – με ένα κλικ κλείνει κανείς μόνος του ξενοδοχείο, εισιτήρια και ξενάγηση, ενώ οι υψηλές θερμοκρασίες της Βορειοδυτικής Ευρώπης καθηλώνουν ορισμένους τουρίστες εκεί. H ιστορική Thomas Cook επινόησε τα πακέτα αυτά στη δεκαετία του 1840 για διακοπές με τρένο στα Μίντλαντς της Αγγλίας, που προσέφερε σε όσους υποστήριζαν την αποχή από το αλκοόλ. Τώρα πρόκειται να πουλήσει τον κλάδο παροχής τουριστικών υπηρεσιών σε καταναλωτές στην κινεζική Fosun Tourism Group. Σε αυτήν ανήκει ακόμα ένα διάσημο όνομα του ευρωπαϊκού τουρισμού, το Club Med. H δε πρώην ελβετική Kuoni διέθεσε τις τουριστικές της δραστηριότητες σε γερμανική αλυσίδα σούπερ μάρκετ, αφότου είχε πουλήσει προηγουμένως τον βραχίονα επαγγελματικών ταξιδίων και την αεροπορική της, όπως αναφέρει σε άρθρο του το Bloomberg.
Η γερμανική TUI φαίνεται πως αποτελεί εξαίρεση, χωρίς να σημαίνει πως ο δρόμος της είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Εκείνη ξεκίνησε αντίστροφα, από τα ορυχεία και τα χημικά για να εξαγοράσει τη ναυτιλιακή εταιρεία μεταφοράς φορτίου Hapag – Lloyd το 1997, η οποία κατείχε κρουαζιερόπλοια και μία μονάδα πακέτων διακοπών ονόματι Touristik Union International. Τελικώς, εστιάστηκε στον τουρισμό και έλαβε το όνομα ΤUI το 2002. «Οταν οι ανταγωνιστές μας έχουν προβλήματα, πάντα διερωτώμεθα εάν αυτό συμβαίνει λόγω χαμηλής επίδοσής τους ή γενικότερης δυσπραγίας», λέει ο διευθύνων σύμβουλος της TUI Φριτς Γιούσεν. «Τα πράγματα δυσκολεύουν στον κλάδο και εμείς αρχίζουμε να αλλάζουμε». Κι ενώ οι επενδυτές διαμαρτύρονται για αδυναμία εκπλήρωσης στόχων και πώλησης περιουσιακών στοιχείων φθηνά, όταν καταβάλλεται υψηλό τίμημα για επέκταση δραστηριοτήτων στα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, ο μετασχηματισμός της TUI βαίνει καλώς, αναφέρει το Bloomberg. «Παράλληλα, πρέπει να συνεχίζει να τους αποδεικνύει πως τα πακέτα διακοπών αποτελούν κερδοφόρο δραστηριότητα μακροπρόθεσμα», παρατηρεί ο Ρίτσαρντ Κλαρκ, αναλυτής της Sanford C. Βernstein. «H TUI έχει εξελιχθεί πάρα πολύ, και παρά τις δυσκολίες της, προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα», τονίζει. Προσθέτει εξωτικούς προορισμούς και ελέγχει περισσότερο τα έσοδα που της αποφέρουν οι καταναλωτές. Η Cook, λόγου χάριν, πλήρωνε για πάμπολλα δωμάτια σε χαμηλή τιμή και τα μεταπωλούσε σε πελάτες, ενώ η TUI διατηρεί ή διαχειρίζεται 380 ξενοδοχεία με περισσότερες από 240.000 κλίνες, αύξηση 60% από το 2009. Επίσης, επένδυσε περισσότερο στα κρουαζιερόπλοια και διαθέτει σήμερα 17 τον αριθμό, που ποικίλλουν από εκείνα με τις 150 θέσεις για ταξίδια στον Αμαζόνιο ή την Ανταρκτική έως τα υπερμεγέθη και υπερπολυτελή των 2.900 κλινών με τα εστιατόρια και τις πισίνες.Εν τω μεταξύ, η TUI προωθεί με ιδιαίτερη επιτυχία και τις κρουαζιέρες στην εγχώρια αγορά της, τη γερμανική, όπου δεν είχαν ιδιαίτερη απήχηση, αλλά πλέον –χάρις στην οικονομική ανάπτυξη και την πληθυσμιακή γήρανση– ακμάζουν. Την τελευταία δεκαετία διπλασιάστηκαν οι Γερμανοί που τις προτιμούν, στα 2,2 εκατομμύρια ετησίως. Ακόμα, η εταιρεία επιδιώκει να παράσχει προγράμματα διακοπών καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, προσθέτοντας ξενοδοχεία στην Καραϊβική για να καταλύσουν οι Βορειοαμερικανοί. Βέβαια, το ρίσκο παραμένει, διότι οι ταξιδιώτες κάνουν τις κρατήσεις τους σωρηδόν από πλατφόρμες και ζητούν όχι μαζικό τουρισμό αλλά εξατομικευμένες υπηρεσίες, όπως της Airbnb με 6 εκατομμύρια καταλύματα. Oι δε αεροπορικές συνεργάζονται με ξενοδοχεία και εταιρείες ενοικίασης οχημάτων, προσφέροντας πολλά στοιχεία ενός πακέτου διακοπών, τονίζει το Bloomberg. Η TUI επιμένει πως η στρατηγική της είναι ρωμαλέα, διότι τα 2/3 των κερδών της προέρχονται από κρουαζιέρες και ξενοδοχεία, δηλαδή διπλάσιο ποσοστό από το 2014. Τέλος, σχεδιάζει δυναμική εκστρατεία για προσέλκυση Ινδών και Κινέζων, αλλά και περισσότερες επιπλέον παροχές, όπως κατάδυση, διαδρομές με αυτοκίνητο και ξεναγήσεις στην πόλη, παροχές οι οποίες αποτιμώνται στα περίπου 150 δισ. δολάρια τον χρόνο.
Πηγή: kathimerini.gr