Στην αναμονή τέσσερις μήνες για να πληρωθούν από το Δημόσιο
Σχεδόν τέσσερις μήνες περιμένουν οι ελληνικές επιχειρήσεις που προμηθεύουν με προϊόντα και υπηρεσίες το ελληνικό Δημόσιο για να εισπράξουν τα χρήματά τους, επίδοση μακράν η χειρότερη μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μάλιστα, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, με τον μέσο όρο ημερών πληρωμής των ιδιωτών από το Δημόσιο να έχει αυξηθεί κατά 40 ημέρες. Η κατάσταση είναι ελαφρώς καλύτερη, αλλά όχι καλή, στις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων. Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές φαίνεται ότι για μια ακόμη χρονιά εξακολουθούν να ταλανίζουν την πραγματική οικονομία στην Ελλάδα, προκαλώντας προβλήματα στη ρευστότητα των επιχειρήσεων, καθυστερώντας την ανάπτυξή τους και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους.
Σύμφωνα με τη φετινή έκθεση για τις πληρωμές (European Payment Report 2019) που διενήργησε η σουηδική εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων Intrum σε 25 χώρες σε όλη την Ευρώπη, ο μέσος χρόνος πληρωμής των επιχειρήσεων στην Ελλάδα από το ελληνικό Δημόσιο είναι 115 ημέρες έναντι 75 ημερών το 2018. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι φέτος 42 ημέρες, σχεδόν στο 1/3 αυτού που απαιτείται στην Ελλάδα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο συμβατικός χρόνος πληρωμής, δηλαδή ο χρόνος που συμφωνούν επιχειρήσεις και Δημόσιο προκειμένου το δεύτερο να πληρώσει τις πρώτες, είναι σύμφωνα με την έκθεση 80 ημέρες. Από το παραπάνω στοιχείο προκύπτουν δύο ανησυχητικά συμπεράσματα: πρώτον, ότι η καθυστέρηση από τον ούτως ή άλλως μεγάλο σε διάρκεια συμβατικό χρόνο πληρωμής υπερβαίνει τον ένα μήνα και δεύτερον, ότι η νομοθεσία για τις καθυστερήσεις στις πληρωμές ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται. Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω νομοθεσία προβλέπει ότι το Δημόσιο πρέπει πλέον να πληρώνει για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προμηθεύεται εντός 30 ημερών ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εντός 60 ημερών. Εάν καθυστερεί, η πληρωμή επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας.
Ο μέσος χρόνος πληρωμών στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι, σύμφωνα με την έκθεση της Intrum, 64 ημέρες, επίδοση που επίσης συνιστά τη χειρότερη στην Ε.Ε. και απέχει σημαντικά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ο οποίος για το 2019 έχει διαμορφωθεί στις 40 ημέρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιχειρήσεις συχνά αναγκάζονται να δεχθούν επαχθείς όρους υπό τον φόβο απώλειας πελατών. Το 61% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα υποστηρίζει ότι τους έχει ζητηθεί από μεσαία ή μικρή επιχείρηση να δεχθούν μεγαλύτερο σε διάρκεια χρόνο είσπραξης των απαιτήσεών τους από αυτόν με τον οποίο θα λειτουργούσαν με άνεση. Επίσης, το 33% δηλώνει ότι τους έχει ζητηθεί από μεγάλη επιχείρηση και το 23% από το Δημόσιο.
Το χειρότερο, ίσως, δεν είναι ότι καθυστερούν οι πληρωμές προς τις επιχειρήσεις, αλλά ότι τελικά οι οφειλές αυτές μοιάζουν με… «δανεικά κι αγύριστα». Σύμφωνα με τη φετινή έκθεση, διαγράφουν επισφάλειες που αντιστοιχούν στο 4,1% των ετήσιων εσόδων τους. Πρόκειται για το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό που καταγράφεται μεταξύ των χωρών στις οποίες πραγματοποιήθηκε η έρευνα. Το αντίστοιχο ποσοστό σε επίπεδο Ε.Ε. είναι 2,3%, αυξημένο σε σύγκριση με πέρυσι που ήταν 1,69%.
Οι επιπτώσεις από τις καθυστερήσεις πληρωμών δεν είναι εμφανείς μόνο στον τζίρο και στα κέρδη των επιχειρήσεων αλλά και στην απασχόληση. Το 38% των επιχειρήσεων από την Ελλάδα που συμμετείχαν στην έρευνα της Intrum δήλωσε ότι εάν εισέπρατταν γρήγορα τα χρήματα από τους πελάτες τους, θα προχωρούσαν σε προσλήψεις περισσότερων εργαζομένων. Το αντίστοιχο ποσοστό σε επίπεδο Ε.Ε. είναι 21%.
Ως κυριότερες επιπτώσεις από τις καθυστερήσεις στις πληρωμές, οι ελληνικές επιχειρήσεις θεωρούν τη μείωση της ρευστότητας (47%) και την παρεμπόδιση της ανάπτυξης (36%).
Πηγή: kathimerini.gr