Ο κίνδυνος της υπερχρέωσης απειλεί την κινεζική οικονομία
Η Κίνα φαίνεται να έχει έως τώρα διαψεύσει τις Κασσάνδρες που ήθελαν τη δεύτερη οικονομία στον κόσμο να παραπαίει εν μέσω επιβράδυνσης της ανάπτυξης και υπό το βάρος ενός παρατεταμένου εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ. Εχει κατορθώσει να αποφύγει μια ραγδαία επιβράδυνση της οικονομίας της, στην οποία προσέβλεπε η Ουάσιγκτον ευελπιστώντας να «γονατίσει» το Πεκίνο και να επιτύχει ευκολότερα τις παραχωρήσεις που επεδίωκε. Δεν έχει, όμως, ξεφύγει από τον εφιάλτη της υπερχρέωσης.
Παρά τα σχέδια του Πεκίνου για αλλαγή οικονομικού μοντέλου, μείωση του χρέους και πάταξη του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, η Κίνα έχει επιτύχει τους στόχους της για την ανάπτυξη με την παλιά γνώριμη συνταγή του εκτεταμένου δανεισμού. Τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσα στην εβδομάδα εμφανίζουν το κινεζικό ΑΕΠ να σημειώνει αύξηση 6,4% μέσα στο πρώτο τρίμηνο του έτους. Βρίσκεται δηλαδή ήδη μέσα στον στόχο που έχει θέσει το Πεκίνο για ανάπτυξη από 6,0% έως 6,5% μέσα στο 2019. Η είδηση προκάλεσε συγκρατημένη αισιοδοξία στα χρηματιστήρια, που κινήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό ανοδικά, παρά τις δυσοίωνες ειδήσεις για την επιβράδυνση της Ευρωζώνης αλλά και της αμερικανικής οικονομίας. Πολλοί οικονομικοί αναλυτές έσπευσαν να προεξοφλήσουν πως η κυβέρνηση Τραμπ χάνει το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα που είχε έναντι του Πεκίνου στον παρατεταμένο πλέον σινοαμερικανικό εμπορικό πόλεμο. Τα πράγματα είναι, όμως, πολύ πιο περίπλοκα. Εν χορώ οικονομικοί αναλυτές και διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, αλλά και οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, προειδοποιούν την κινεζική ηγεσία για τον κίνδυνο υπερχρέωσης.
Για να επιτύχουν αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης, οι ρυθμιστικές αρχές της Κίνας έχουν, πράγματι, ενθαρρύνει τον δανεισμό με μια δραστική χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας όχι μόνον διατηρεί χαμηλά τα επιτόκια του γουάν, αλλά μέσα στους τελευταίους 12 μήνες έχει μειώσει πέντε φορές το ύψος των αποθεματικών που υποχρεούνται να διατηρούν οι κινεζικές τράπεζες.
Με την τελευταία μείωση τον Ιανουάριο, απελευθέρωσε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα 1,5 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 223,23 δισ. δολαρίων. Στόχος της βέβαια ήταν να ενισχύσουν οι κινεζικές τράπεζες τον δανεισμό σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά ώστε να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα και να αυξηθούν οι επενδύσεις.
Ο δανεισμός αυξάνεται και μαζί του η υπερχρέωση, χωρίς, όμως, να διοχετεύονται τα κεφάλαια πάντα στη σωστή κατεύθυνση.
Οπως έχει τονίσει ο Λάρι Χου, οικονομολόγος στην επενδυτική Macquarie, «το πρόβλημα είναι ότι αυτά τα χρήματα δεν καταλήγουν στην πραγματική οικονομία». Οικονομολόγοι, γνώστες της κινεζικής πραγματικότητας, έχουν διαπιστώσει πως οι τράπεζες τοποθετούν μεγάλο μέρος της διαθέσιμης αυτής ρευστότητας σε ομόλογα του κινεζικού δημοσίου ή χρηματοδοτούν αναποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις που συχνά χρησιμοποιούν αυτά τα κεφάλαια για να μετακυλίσουν το χρέος τους. Παράλληλα, το Πεκίνο έδωσε στις δημοτικές και περιφερειακές αρχές τη δυνατότητα να εκδώσουν φέτος ομόλογα ειδικού σκοπού, αξίας 2,15 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 320,6 δισ. δολαρίων, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν έργα υποδομής. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με αύξηση κατά 59% των εκδόσεων χρέους σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επίπεδα του περασμένου έτους.
Από το περασμένο έτος ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s έχει προειδοποιήσει ότι το χρέος των περιφερειακών αρχών στην Κίνα βρίσκεται σε ιλιγγιώδη επίπεδα καθώς το υπολογίζει έως και σε 40 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 5,95 τρισ. δολαρίων. Την ανιούσα έχει πάρει, άλλωστε, το χρέος των κινεζικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Επίσημα στοιχεία της Κίνας φέρουν τα νέα δάνεια που χορήγησαν οι κινεζικές τράπεζες τον Μάρτιο να έχουν αυξηθεί περισσότερο από τις προβλέψεις και να ανέρχονται στο επίπεδο-ρεκόρ των 5,8 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 864 δισ. δολ.
Ενέσεις ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και φοροαπαλλαγές
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας που λαμβάνει φέτος το Πεκίνο, ενδέχεται να φτάσουν στο 4,25% του ΑΕΠ της δεύτερης οικονομίας στον κόσμο και να υπερβούν, έτσι, αισθητά το αντίστοιχο ποσοστό του περασμένου έτους, που δεν ξεπερνούσε το 2,94% του ΑΕΠ.
Τον Ιανουάριο το Πεκίνο χορήγησε ένεση ρευστότητας ύψους 83 δισ. δολαρίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κίνας διασφαλίζοντας έτσι επαρκή ρευστότητα. Στη διάρκεια του Μαρτίου προχώρησε σε μια κίνηση τόνωσης του εισοδήματος των κινεζικών νοικοκυριών αλλά και των κινεζικών επιχειρήσεων. Ανακοίνωσε σειρά φοροαπαλλαγών στον μεταποιητικό τομέα, οι οποίες υπολογίζεται πως θα ανέλθουν συνολικά σε δύο τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 297,75 δισ. δολαρίων.
Στη συνέχεια, ανακοίνωσε μείωση της φορολογίας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά 2,3% και 7% αντιστοίχως. Βάσει των υπολογισμών της κινεζικής ηγεσίας, η συνολική επιβάρυνση για τα κινεζικά νοικοκυριά και κατά συνέπεια και τα φορολογικά έσοδα για το κινεζικό δημόσιο θα μειωθούν κατά 1,02 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 151,58 δισ. δολαρίων ετησίως. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί με το 1,06% του κινεζικού ΑΕΠ.
Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, η κλίμακα αυτής της φορολογικής μεταρρύθμισης επισκιάζει το πρόγραμμα φοροαπαλλαγών του Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο σχεδιάστηκε για να ελαφρύνει τη φορολογική επιβάρυνση των αμερικανικών νοικοκυριών κατά 144,5 δισ. δολάρια. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 0,7% του αμερικανικού ΑΕΠ. Η μεταρρύθμιση Τραμπ ήταν ο λόγος που πέρυσι το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα πάνω την εκτίμησή του για την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας για το 2018 και η οποία τελικά υπερέβη τις προσδοκίες. Ενδεχομένως οι φοροαπαλλαγές του Πεκίνου ήταν ο λόγος που προ ημερών το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα πάνω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας το 2019. Η Κίνα ήταν μάλιστα η μοναδική χώρα για την οποία ήταν αισιόδοξες οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Το Ταμείο αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη του 2019 για όλες τις άλλες μεγάλες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής οικονομίας, της Βρετανίας, της Ινδίας και της Βραζιλίας.
Σημειωτέον ότι παρά τις προειδοποιήσεις του για την υπερχρέωση της Κίνας, και ο ΟΟΣΑ προβλέπει πως τα μέτρα του Πεκίνου θα στηρίξουν βραχυπρόθεσμα την κινεζική οικονομία.
Πηγή: kathimerini.gr