Στροφή πετρελαϊκών κολοσσών της Ε.Ε. στην πράσινη ενέργεια
Οι ευρωπαϊκοί πετρελαϊκοί κολοσσοί έχουν αρχίσει να εξετάζουν τα πράγματα, για τα οποία προβληματίζονταν πως μία ημέρα θα έθεταν την ίδια τους την υπόσταση σε κίνδυνο, δηλαδή το ότι ο αιώνας του πετρελαίου τελειώνει και το αίτημα είναι να κατορθώσουν να αναπτυχθούν σε έναν κόσμο με χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα. Οι καταναλωτές αλλά και οι επενδυτές ασκούν ισχυρές πιέσεις, ζητώντας καθαρότερη ενέργεια για να μετριαστεί ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής, ενώ η ηλεκτροκίνηση αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων υποχρέωσε τις ευρωπαϊκές πετρελαϊκές να κάνουν μικρά βήματα, θέτοντας στον εαυτό τους νέο προσανατολισμό πέραν του πετρελαίου και να εξευγενίσουν τις δραστηριότητές τους, στρεφόμενες προς την ηλεκτρική ενέργεια με χρήση φυσικού αερίου και ανανεώσιμων πηγών. Οι σχετικά μικρές επενδύσεις στον ηλεκτρισμό στοχεύουν να τις βοηθήσουν στη μετάβαση σε νέα εποχή, προσφέροντας σε νοικοκυριά και εταιρείες καύσιμα λιγότερο ρυπογόνα από τον γαιάνθρακα. Επιπλέον, τα πρατήρια βενζίνης τους θα έχουν ένα οικολογικό πλεονέκτημα, παρέχοντας δυνατότητα φόρτισης σε ηλεκτρικά αμάξια. Και κάτι ακόμα: Η τόνωση του βραχίονα ηλεκτρικής ενέργειας απαντά στις απαιτήσεις των μετόχων των ευρωπαϊκών ενεργειακών ομίλων να θωρακίσουν τις δραστηριότητές τους ως προς τις μελλοντικές εξελίξεις.
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας προβλέπει ότι η θέσπιση νέων και αυστηρότερων προδιαγραφών για τη μείωση των εκπομπών ρύπων θα μεταφραστεί σε τόνωση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια και μάλιστα πολύ γρηγορότερα από ό,τι η αντίστοιχη για τον «μαύρο χρυσό». Η πρόβλεψη αυτή συνδέεται με το ότι η μεσαία τάξη στη νοτιοανατολική Ασία διευρύνεται. Ο κλάδος των πετρελαϊκών, πάντως, θεωρεί ότι η ζήτηση για πετρέλαιο ανά πάσα στιγμή μπορεί να αυξηθεί την εικοσαετία 2020-2040. Βέβαια, η διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων του κλάδου δεν είναι κάτι καινούργιο γι’ αυτόν, απλώς η επίδοσή του στο εν λόγω πεδίο είναι –στην καλύτερη περίπτωση– ανομοιόμορφη. Οι εταιρείες έχουν κατά καιρούς αγοράσει μερίδια σε επιχειρηματικές δραστηριότητες σε γαιάνθρακα, οικιακά καθαριστικά, τροφές οικόσιτων ζώων, διατροφικά είδη, εμπόριο γαρίδων, πάνες, ξενοδοχεία και χάλυβα. Η επιτυχία τους υπήρξε περιορισμένη. Οι ασκούντες κριτική ισχυρίζονται πως η ηλεκτρική ενέργεια δεν πρόκειται να αποφέρει κέρδη τέτοια, τα οποία θα μπορέσουν να συνδράμουν τις ενεργειακές εταιρείες ώστε να συνεχίσουν να χορηγούν γενναιόδωρα μερίσματα όπως αυτά που έχουν συνηθίσει οι μέτοχοί τους.
Η ΒΡ, πάντως, ήταν πρωτοπόρος, όταν προ 20ετίας έκανε στροφή προς τις ήπιες πηγές ενέργειας. Μάλιστα, χρησιμοποίησε τα αρχικά του σήματός της, British Petroleum, «μεταφράζοντας» τα σε Beyond Petroleum, γεννώντας ένα νέο εμπορικό σήμα το «Πέραν του πετρελαίου».
Εχασε δισεκατομμύρια δολάρια, το 2011 διέκοψε τη δραστηριότητά της στην κατασκευή φωτοβολταϊκών συστημάτων και θέλησε να απεμπλακεί και από την αιολική ενέργεια. Σήμερα, όμως, τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά. «Τα περισσότερα από όσα κάνουμε σήμερα συνδέονται άμεσα με τις βασικές μας δυνατότητες», επισημαίνει ο επικεφαλής του βραχίονα εναλλακτικής ενέργειας της ΒΡ, Ντεβ Σανιάλ. «Αφ’ ης στιγμής συνδυάσεις τα μόρια και τα ηλεκτρόνια με τρόπο ολοκληρωμένο, τότε δημιουργείς κάτι με μεγαλύτερο ενδιαφέρον». Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ότι η πρώτη και βασική πρόκληση είναι η κερδοφορία, όταν η εταιρεία πρέπει να χαράξει την πορεία της μεταξύ των ανανεώσιμων πηγών, των σταθμών παραγωγής με φυσικό αέριο και των ομίλων κοινής ωφελείας.
Επενδύσεις και ανταγωνισμός για την εξασφάλιση μεγαλύτερων κερδών
Το ζητούμενο για τις ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες είναι η εξασφάλιση κερδών από τις δραστηριότητες σε λιγότερο ρυπογόνες μορφές ενέργειας και μάλιστα σε αγορές, οι οποίες γρήγορα κατακερματίζονται και ο ανταγωνισμός οξύνεται. Πάντως, καμία από τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις δεν καταγράφει αναλυτικά τα έσοδά της από την ηλεκτρική ενέργεια ή τις ανανεώσιμες πηγές. Σημειωτέον πως το 2017 η ΒΡ επανήλθε στην ηλιακή ενέργεια, κάνοντας επενδύσεις 200 εκατ. δολαρίων στη βρετανική μονάδα παραγωγής Lightsource, ενώ προχώρησε και στο λιανεμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας στην ίδια χώρα, αγοράζοντας το 25% στην Pure Planet. H τελευταία ηλεκτροδοτεί από ήπιες πηγές περί τους 100.000 πελάτες. «Οι δραστηριότητες εναλλακτικών μορφών ενέργειας ήταν για εμάς μία πηγή απρόσκοπτης ροής ρευστού», παρατηρεί ο Ντεβ Σανιάλ της ΒΡ. «Κινούμαστε στον σωστό δρόμο τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ επί του παρόντος έχουμε πελάτες – εταιρείες και σταδιακά θα έχουμε και νοικοκυριά».
Επιπλέον, τόνισε ότι θα αυξήσει η εταιρεία του την παραγωγική της ικανότητα σε ήπια ενέργεια, η οποία ήδη είναι η υψηλότερη μεταξύ των μεγάλων ενεργειακών ομίλων διεθνώς. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών CDP, η οποία επικεντρώνεται στην κλιματική αλλαγή και συνεργάζεται με μεγάλους επενδυτές. Μετά την ΒΡ δεύτερη στη σειρά έρχεται η Gazprom με τις εκτεταμένες υδροηλεκτρικές της δραστηριότητες και κατόπιν οι Τotal και Shell.
Ειδικά ο γαλλικός κολοσσός της Total πέρυσι αγόρασε την Direct Energie και αυτό της προσέφερε ένα χαρτοφυλάκιο σταθμών παραγωγής ενέργειας, που δουλεύουν με ανανεώσιμες πηγές και φυσικό αέριο. Επιπλέον, της παρείχε πλατφόρμα διανομής, μέσω της οποίας ανταγωνίζεται τον κρατικό όμιλο ηλεκτροδότησης της EDF. H Total επιδιώκει να εξυπηρετήσει περί τα 7 εκατομμύρια πελάτες σε Γαλλία και Βέλγιο έως το 2022, δηλώνοντας ότι στοχεύει έως το 2040 το 15%-20% της ηλεκτρικής ενέργειάς της να έχει χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα. Εν κατακλείδι, αναφέρεται πως η ιταλική ΕΝΙ σήμερα είναι η δεύτερη στη χώρα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με έξι παραγωγικούς σταθμούς και 2 εκατομμύρια πελατεία, ενώ επίσης διαθέτει και ευρύ δίκτυο συναλλαγών σε ενέργεια. Η δε ολλανδοβρετανική εταιρεία Royal Dutch Shell, η οποία θέλει να γίνει και η μεγαλύτερη διεθνώς στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσα στα επόμενα χρόνια, έκανε πέρυσι επενδύσεις σχετικές σε Βραζιλία και Βρετανία.
Πηγή: kathimerini.gr