Η κυριαρχία στην υψηλή τεχνολογία, το διακύβευμα της διένεξης ΗΠΑ – Κίνας
Λίγες ημέρες πριν από την 1η Μαρτίου και την εκπνοή της προθεσμίας που έχει ορίσει ο Αμερικανός πρόεδρος για τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας με τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ, οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχουν φτάσει στα πλέον ακανθώδη ζητήματα. Οι δύο πλευρές δείχνουν να επιδιώκουν τη συμφωνία και οι διαρροές μιλούν για πρόοδο που μπορεί να οδηγήσει σε εμπορική συμφωνία, δίνοντας τέλος στον εμπορικό πόλεμο, ώστε να αποφύγουν οι δύο χώρες την εκατέρωθεν επιβολή δασμών στα προϊόντα τους. Την ίδια στιγμή, όμως, προκύπτει πως το χάσμα είναι δύσκολο να γεφυρωθεί στα ζητήματα στρατηγικής. Μένει, έτσι, ανοικτό το ενδεχόμενο να μην καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις παρά την παράταση που αναμένεται να δώσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Αποκαλύπτεται εν ολίγοις το πραγματικό διακύβευμα του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου, που δεν είναι το –ομολογουμένως ιλιγγιώδες– εμπορικό πλεόνασμα των 382 δισ. δολαρίων της Κίνας από τις διμερείς εμπορικές συναλλαγές.
Τόσο για την Ουάσιγκτον όσο και για το Πεκίνο, το πραγματικό διακύβευμα της μεταξύ τους αντιπαράθεσης είναι η παγκόσμια κυριαρχία στην υψηλή τεχνολογία και κατ’ επέκτασιν στην οικονομία. Πρόκειται για στρατηγικό στόχο της Κίνας, που βρίσκει απέναντί της την Ουάσιγκτον. Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους αναλυτές, μάλλον ακραίους, το θέμα θα μπορούσε θεωρητικά να οδηγήσει τις δύο υπερδυνάμεις ακόμη και σε πραγματικό πόλεμο. Τις τελευταίες ημέρες, διαρροές από τις συνομιλίες που είναι σε εξέλιξη στην Ουάσιγκτον μιλούν για πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Η Κίνα έχει προσφερθεί να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικών ημιαγωγών, υγροποιημένου φυσικού αερίου, αλλά και αγροτικών προϊόντων και ιδιαιτέρως σόγιας, του σημαντικότερου αγροτικού προϊόντος των ΗΠΑ που εισάγει η Κίνα.
Οι ίδιες διαρροές φέρουν, όμως, παράλληλα την αμερικανική κυβέρνηση να ασκεί εντεινόμενες πιέσεις στην κινεζική πλευρά προκειμένου να δώσει το Πεκίνο τέλος στις αθέμιτες πρακτικές με τις οποίες επιδιώκει την τεχνολογική αναβάθμιση των κινεζικών επιχειρήσεων. Ανάμεσά τους η πάγια τακτική της Κίνας, που ουσιαστικά εξαναγκάζει όσες αμερικανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην αγορά της να δημιουργούν κοινοπραξίες με εγχώριες και αναγκαστικά να τους μεταβιβάζουν την τεχνογνωσία τους.
Εξίσου πιεστικά ζητάει η Ουάσιγκτον να επιβάλει το Πεκίνο ουσιαστικό έλεγχο στην κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων και να δώσει τέλος στην εμπορική κατασκοπεία. Κι ενώ το Πεκίνο δείχνει πρόθυμο για μια σειρά μέτρων που θα περιορίσουν σταδιακά το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας, φαίνεται δύσκολο να βρεθεί κοινός τόπος ανάμεσα στις δύο πλευρές σε θέματα αυτού του είδους. Η Κίνα αρνείται, άλλωστε, τις κατηγορίες της Ουάσιγκτον ότι υποκλέπτει τεχνογνωσία από τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Ιδιαίτερα ευαίσθητο από πολιτικής απόψεως είναι, άλλωστε, για το Πεκίνο το αίτημα της Ουάσιγκτον για θέσπιση ελεγκτικού μηχανισμού, που θα αξιολογεί τη συμμόρφωση της Κίνας με τις δεσμεύσεις που θα έχει αναλάβει.
Εκεί, πάντως, που το Πεκίνο στυλώνει τα πόδια και φαίνεται δύσκολη η σύγκλιση με την Ουάσιγκτον είναι όταν η συζήτηση έρχεται στο φιλόδοξο πρόγραμμα «Made in China 2025». Στόχος του είναι η παγκόσμια κυριαρχία της Κίνας στη βιομηχανία ημιαγωγών, στην τεχνητή νοημοσύνη και στη ρομποτική, στα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, όπως και σε όλες τις νέες τεχνολογίες. Ως εκ τούτου, το Πεκίνο επιδοτεί συστηματικά τις κινεζικές βιομηχανίες των κλάδων αυτών και η Ουάσιγκτον ζητάει κατάργηση ή, τουλάχιστον, μείωση των επιδοτήσεων που θέτουν τις αμερικανικές επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση.
Επιστράτευση στην Ε.Ε. για τους επικείμενους δασμούς στις αυτοκινητοβιομηχανίες
Το άλλο μέτωπο του εμπορικού πολέμου, εκείνο ανάμεσα στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον, ετοιμάζεται να ανοίξει ξανά για πρώτη φορά μετά τον περασμένο Ιούλιο και την ανακωχή ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και στον πρόεδρο της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Η προοπτική να επιβάλει ο Αμερικανός πρόεδρος δυσθεώρητους δασμούς στα εισαγόμενα αυτοκίνητα επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες και προκαλεί γενική επιστράτευση μεταξύ των θεσμών της Ε.Ε. Η Κομισιόν ζητάει εξουσιοδότηση από τα κράτη–μέλη για να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον και η επίτροπος Εμπορίου, Σεσίλια Μάλμστρομ, επιμένει να αρχίσουν οι συνομιλίες μέσα στον Μάρτιο. Το θέμα διχάζει, βέβαια, και την ίδια την Ε.Ε. καθώς η Γερμανία εξάγει στις ΗΠΑ αυτοκίνητα των οποίων η αξία υπερβαίνει το 50% του συνόλου των εξαγωγών της Ε.Ε. στην υπερδύναμη.
Πρόκειται, έτσι, να ζημιωθεί τα μέγιστα εάν επιβληθούν δασμοί 25% στα γερμανικά αυτοκίνητα, που έχουν κατακλύσει τις αμερικανικές μητροπόλεις όπως έχει επανειλημμένως διαμαρτυρηθεί ο Αμερικανός πρόεδρος. Γι’ αυτό και το Βερολίνο πιέζει για επίσπευση των διαπραγματεύσεων.
Στον αντίποδα, πάντως, βρίσκεται η Γαλλία, η οποία εξάγει ελάχιστα αυτοκίνητα και θεωρεί πολιτικά επιζήμια οποιαδήποτε συμφωνία με τον Ντόναλντ Τραμπ. Eτσι η κυβέρνηση Μακρόν ζητάει να αναβληθούν οι συνομιλίες με τη Ουάσιγκτον για μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου. Στο μεταξύ, όμως, η Ε.Ε. δείχνει να αδιαφορεί για τις επίμονες αντιρρήσεις της Ουάσιγκτον κατά του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, που θα διπλασιάσει τον όγκο των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου στην Ε.Ε. και σύμφωνα με την αμερικανική κυβέρνηση θα αυξήσει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Προχωρεί, έτσι, στην κατασκευή του επίμαχου αγωγού, καθορίζοντας μάλιστα το ρυθμιστικό πλαίσιο στο οποίο θα υπόκειται. Φαίνεται, όμως, πως το Βερολίνο έχει διαπραγματευθεί μονομερώς κάποιου είδους συμφωνία με την Ουάσιγκτον για να αποσπάσει τη σιωπηρή έστω έγκρισή της στον αγωγό. Παράλληλα με την κατασκευή του αγωγού η Γερμανία προσελκύει επενδύσεις για την κατασκευή τερματικών σταθμών, στους οποίους θα καταφθάνουν εισαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου. Στα σημεία αιχμής ανάμεσα στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον έχει προστεθεί τελευταία και η απόφαση της Ε.Ε. να συμπεριλάβει τη Σαουδική Αραβία, αλλά και τέσσερις υπεράκτιες κτήσεις των ΗΠΑ, στις χώρες που εμπλέκονται στο ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος. Και η Ουάσιγκτον έχει σπεύσει, βέβαια, να μιλήσει για «εσφαλμένη» εκτίμηση των Βρυξελλών, που δεν συνάδει με τα διεθνή κριτήρια για τον καθορισμό των παράνομων ροών κεφαλαίων.
Πηγή: kathimerini.gr